Α. Ελληνικές Παραδοσιακές Φορεσιές
Η Ελλάδα αποτελεί μια χώρα με πλούσια ιστορία και πολιτισμό, που αποτυπώνεται με ξεχωριστό τρόπο στις εθνικές φορεσιές της. Οι ελληνικές φορεσιές είναι πολύ περισσότερο από απλά ενδύματα, αποτελούν αυθεντικά κομμάτια της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, αντικατοπτρίζοντας τις παραδόσεις, τις αξίες και τον τρόπο ζωής των Ελλήνων ανά τους αιώνες.
Μια σημαντική πτυχή των ελληνικών φορεσιών είναι οι τυπικές ενδυματολογικές παραδόσεις που σχετίζονται με διάφορες εκδηλώσεις, όπως πανηγύρια, γάμους, θρησκευτικές τελετές και εορτές. Έτσι, η φορεσιά αποκτά ειδικό νόημα και λειτουργία, αναδεικνύοντας την ταυτότητα και την κοινωνική θέση του φορέα της.
Η συλλογή των παραδοσιακών φορεσιών του Λυκείου των Ελληνίδων Ηρακλείου συγκεντρώνει τοπικές παραδοσιακές ενδυμασίες του ιστορικού Ελληνισμού, κυρίως από τα τέλη του 19ου αι. έως τις αρχές του 20ού αι., με κάποιες να ανάγονται στον 18ο αι.
Πρόκειται για ενδύματα, κοσμήματα, ακόμη και μικροεξαρτήματα από διάφορες περιοχές του ηπειρωτικού και νησιωτικού ελληνικού χώρου, καθώς και ευρύτερες περιοχές όπου δραστηριοποιήθηκε ο ελληνισμός.
Σε αυτά τα αντικείμενα εκφράζονται όλες οι εποχές, αντιπροσωπεύονται όλες οι ηλικίες, οι τάξεις, οι κοινωνικές και οι εθνοπολιτισμικές ομάδες, περιλαμβάνονται όλες οι κατηγορίες στις οποίες ανήκουν μορφολογικά οι ενδυμασίες αλλά και οι διαφορετικές λειτουργίες που εξυπηρετούσαν οι πλείστοι ενδυματολογικοί κώδικες: από την προστασία, τον στολισμό, τον καλλωπισμό, μέχρι τις λατρευτικές συνήθειες, τις δοξασίες, τη μεταμφίεση κ.ά.
Β. Παραδοσιακές Φορεσιές της Κρήτης
Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής των παραδοσιακών φορεσιών του Λυκείου των Ελληνίδων Ηρακλείου αφορά σε Κρητικές Παραδοσιακές Φορεσιές, γυναικείες , ανδρικές και παιδικές, από διάφορες περιοχές της Κρήτης.
Η κρητική φορεσιά αποτελεί μια αρχαιότατη και πανέμορφη παράδοση που χαρακτηρίζει το νησί της Κρήτης. Με την πολυποίκιλη χρήση χρωμάτων, εκλεπτυσμένα κεντήματα και μοναδικά σχέδια, η κρητική φορεσιά αποτελεί ένα εντυπωσιακό και πλούσιο έργο τέχνης, αποτυπώνοντας την πλούσια και πολυσύνθετη ιστορία της περιοχής.
Με τον εντυπωσιακό της χαρακτήρα και τη βαθιά της συναισθηματική σημασία, η κρητική φορεσιά αποτελεί μια εντυπωσιακή και πανέμορφη έκφραση της πολιτιστικής κληρονομιάς του λαού της Κρήτης.
Η κατασκευή της κρητικής φορεσιάς αποτελούσε μια κοινωνική δραστηριότητα, καθώς οι γυναίκες συνήθως συγκεντρώνονταν σε γκρουπ και εργάζονταν από κοινού. Αυτό δημιουργούσε μια αίσθηση κοινότητας και αλληλεγγύης μεταξύ τους, ενώ παράλληλα διατηρούσαν τις παραδόσεις ζωντανές και προωθούσαν τον πολιτισμό της περιοχής τους.
Η κρητική φορεσιά παραδοσιακά κατασκευαζόταν από φυσικά υλικά που ήταν διαθέσιμα στην περιοχή της Κρήτης. Τα κύρια υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή της κρητικής φορεσιάς ήταν:
- Το Βαμβάκι, κύριο υλικό για την κατασκευή των υφαντών της φορεσιάς, όπως τα φορέματα και οι ποδιές. Ήταν ένα φυσικό υλικό που παρήχθη από τις βαμβακοφυτείες της περιοχής.
- Το Μαλλί, διαδεδομένο υλικό για τις υφαντές της φορεσιάς, ειδικά για τις πιο ζεστές περιόδους. Οι γίδες και τα πρόβατα στην Κρήτη παρέχαν το μαλλί από το οποίο έφτιαχναν τα υφάσματα.
- Το Μετάξι, ένα πολυτελές υλικό που χρησιμοποιούνταν για την κεντητή διακόσμηση της φορεσιάς. Συνήθως, χρησιμοποιούνταν σε χρωματιστά νήματα για να προσδώσει λάμψη και πολυτέλεια στα κεντήματα.
- Και Μεταλλικά στοιχεία, κορδόνια, κουμπιά και κοσμήματα που χρησιμοποιούνταν για τη διακόσμηση της φορεσιάς κατασκευάζονταν από μέταλλο, όπως χάλκινο ή χρυσό κρίκο.
Ανδρική Φορεσιά
Οι Κρήτες για δύο αιώνες μετά την βενετσιάνικη κατάκτηση (1204) συνέχισαν να κρατούν το βυζαντινό ένδυμα που φόρεσαν μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (961).
Κατόπιν αρχίζουν να ντύνονται με τη βενετσιάνικη μόδα.
Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά με τη βράκα, το γελέκι, το «μεϊτάνι» και τα «στιβάνια» κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 16ου αιώνα. Η άποψη ότι η βράκα ήταν άγνωστη στην Κρήτη πριν από την τουρκική κατάκτησή της δεν είναι εξακριβωμένη. Το πιο πιθανό είναι να παρέλαβαν οι Κρητικοί μια μορφή βράκας από τους πειρατές της Αλγερίας ή της Τύνιδας.
Την ανδρική παραδοσιακή γιορτινή ενδυμασία της Κρήτης ράβουν και κεντούν ειδικοί ραφτάδες, που ονομάζονται «τερζήδες». Το διακοσμητικό κέντημα γίνεται με βαθυκύανα ή μαύρα μεταξωτά στριφτά κορδονέτα (ποτέ με χρυσά), που λέγονται «χάρτζα».
Τα «χάρτζα φτιάχνονταν και πουλιόνταν από ειδικούς τεχνίτες, τους «καζάζηδες» ή τα έφερναν έμποροι και «τερζήδες» από την Αίγυπτο.Το παραδοσιακό γιορτινό πουκάμισο του Κρητικού, υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό, έχει χρώμα κυρίως άσπρο.
Το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα της φορεσιάς είναι το κόκκινο σπαστό φεσάκι με τη μαύρη φούντα ή το «σαρίκι» με την μορφή της μεγάλης μαντήλας. Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων.
Παράλληλα, φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους.Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φορεσιάς είναι το ασημομάχαιρο. Το τυπικό μαχαίρι με τη μορφή που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα παρουσιάστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα.
Γυναικεία Φορεσιά
Παρ΄ ότι από το 1204 η Κρήτη ενετοκρατείται, η Κρητικιά αρχόντισσα διατηρεί το βυζαντινό φόρεμα για δυόμισι αιώνες μετά, έως τη πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), και μάλιστα ένα φόρεμα παλαιό, όπως αυτό του 10ου αιώνα. Από την κατάλυση, όμως, της βυζαντινής αυτοκρατορίας και έπειτα, η κρητική γυναικεία φορεσιά αλλάζει, καθώς εξελίσσεται σύμφωνα με τις βενετσιάνικες επιδράσεις. Οι Κρητικές ντύνονται, λοιπόν, ποικιλόμορφα και δεν τηρούν συγκεκριμένη μόδα και έτσι βλέπουμε στην Κρήτη, την ίδια περίοδο, να φοριούνται ποικίλα ενδύματα.
Η είσοδος της βράκας στην Κρήτη έφερε μια αλλαγή στο φόρεμα της Κρητικοπούλας, το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα, προς το ανδρικότερο.
Έτσι, οι νέες κοπέλες πήραν από τα ρούχα των ανδρών το «μεϊτάνι», που τότε το έλεγαν «ζιπόνι». Να σημειωθεί ότι, το «ζιπόνι» με τα χρόνια το είπαν και «κοντόχι». Από τη στιγμή που το «ζιπόνι» άρχισε να κεντιέται με χρυσοκλωστές και να γεμίζει από χρυσά κεντήματα το είπαν «χρυσοζίπονο».
Αναπόσπαστο στοιχείο της φορεσιάς για την αρραβωνιασμένη κόρη ή την παντρεμένη γυναίκα της δυτικής και κεντρικής Κρήτης είναι το «μπασαλάκι». Είναι αργυροποίκιλτο μαχαιράκι με ασημένιο «φουκάρι» (θήκη), μικρογραφία του ανδρικού μαχαιριού. Αποτελεί παραδοσιακό δώρο του μνηστήρα στην αρραβωνιασμένη, με πολλούς συμβολισμούς, η οποία έκτοτε το φορεί στη ζώνη της.
Κεφαλοκάλυμμα της Κρητικιάς, σε όλη την Κρήτη, ήταν το μεταξοΰφαντο μαντήλι. Όταν αυτό ήταν ένας διάφανος χρυσοστόλιστος λευκός πέπλος, με πάνω του επιρραμένα διάσπαρτα χρυσά νομίσματα, το έλεγαν «χρυσόπλεκτο».
Κατά το δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα στις δυτικές επαρχίες έκανε την εμφάνισή του και το «βελιό», που το έλεγαν και «φακιόλι» ή «φατσόλι». Είναι μια βελούδινη μικρή σκούφια σε βυσσινί χρώμα με μαύρη δαντέλα στις παρυφές. Το «βελιό» ήταν δείγμα οικονομικής άνεσης του γαμπρού, ο οποίος το πρόσφερε στη νύφη μαζί με άλλα γαμήλια δώρα. Στην ανατολική Κρήτη στο κεφάλι φοριέται η «σάλπα», που είναι ένα μακρόστενο λευκό βαμβακερό μαντήλι. Θυμίζει την «πέτσα» των ανδρών. Στην Κριτσά η «σάλπα» ονομάζεται «βέλο», λεγόταν, όμως, και «φατσολέτο» ή «φατσόλι», το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με το «φατσόλι» της δυτικής Κρήτης.
Οι βασικοί τύποι των γιορτινών γυναικείων ενδυμασιών της Κρήτης, που έφθασαν μέχρις τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε τις παραλάβαμε, είναι: η «Φορεσιά με ζιπόνι και φουστάνι», η «Σάρτζα» και η «Κούδα». Από αυτές προέρχονται πολλές παραλλαγές ή τοπικές ονομασίες τους, όπως η «Σφακιανή», η «Χανιώτικη», η «Μεσσαρίτικη», η «Ρεθεμνιώτικη», η «Κριτσιώτικη» κ.α. Αρκετά στοιχεία από τις φορεσιές αυτές προέρχονται από τα βυζαντινά γυναικεία ρούχα του 11ου αιώνα (ζώνη, ποδιά).
Ανωγειανή Φορεσιά
Η Σάρτζα ή Ανωγειανή φορεσιά πήρε το όνομά της από ένα βασικό κομμάτι της φορεσιάς που έχει σχήμα ποδιάς και λέγεται σάρτζα. Φορέθηκε ιδιαίτερα στα Ανώγεια απ’ όπου και πήρε το όνομά της. Η φορεσιά αποτελείται από μια φαρδιά βράκα φουφουλωτή στα κάτω άκρα. Από πάνω μπαίνει μια μακριά πουκαμίσα χρώματος κρεμ, που έχει το ρόλο του φορέματος αφού είναι τόσο μακριά όσο να φαίνεται το κάτω μέρος της βράκας. Η ποδιά της φορεσιάς είναι η κλασική κρητική ποδιά με τα πλούσια κεντήματα. Η σάρτζα, που έχει κόκκινο χρώμα, είναι μια ποδιά που δένεται πίσω και οι δυο της άκρες πιασμένες μπαίνουν στην αριστερή πλευρά της ζώνης, η οποία είναι και αυτή κόκκινη υφαντή. Το μεϊτάνι φτιάχνεται από τσόχα σε διάφορα χρώματα, με επικρατέστερο το μαύρο, κι είναι πλούσια χρυσοκεντημένο. Αφήνει μπροστά ένα μεγάλο ημικυκλικό άνοιγμα με συνέπεια να μην καλύπτει το στήθος. Το κεφαλομάντηλο είναι κόκκινο ή βυσσινί με χρυσό ή κίτρινο κρόσσι.
Κριτσώτικη Φορεσιά
Η Κούδα ή φορεσιά της Κριτσάς πήρε το όνομά της από ένα εξάρτημα σε σχήμα φούστας, χρώματος κόκκινου που ονομάζεται κούδα (στα ιταλικά σημαίνει ουρά). Από τον τρόπο που φοριέται και πιάνεται στο πίσω μέρος σχηματίζει μια ιδιότυπη διακόσμηση σε σχήμα ουράς. Η φορεσιά αυτή έχει πολλές ομοιότητες με τη την Ανωγειανή φορεσιά, αφού και αυτή περιλαμβάνει βράκα, και μακριά πουκαμίσα. Η διαφορά είναι ότι η βράκα έχει φαρδύ κέντημα στον αστράγαλο, ίδιο με αυτό της ποδιάς Το μεϊτάνι της φορεσιάς έχει ίδιο χρώμα με την κούδα, και είναι πιο μακρύ καλύπτοντας τους γοφούς. Ιδιαίτερο είναι το κεφαλομάντηλο της φορεσιάς. Είναι λευκό, πολύ μακρύ και έχει ιδιαίτερο δέσιμο. Ξεχωριστή θέση στη γυναικεία ενδυματολογία κατέχουν τα κοσμήματα της κεφαλής, που η παρουσία τους, εκτός από διακοσμητική ήταν και φυλακτική. Τα κοσμήματα του στήθους, του λαιμού, της μέσης, μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική θέση της Κρητικιάς. Ξεχωριστή θέση σε αυτά καταλαμβάνει το σύμβολο-κόσμημα, ο σταυρός. Επίσης, η γυναίκα της Κρήτης φοράει βραχιόλια, δαχτυλίδια και νομίσματα, ραμμένα πάνω στο μαντήλι, στο στήθος και στη μέση. Τέλος, τη γυναικεία φορεσιά συμπληρώνει το αργυρομπουνιαλάκι, το γυναικείο μαχαίρι, που είναι ίδιο με το ανδρικό αλλά μικρότερων διαστάσεων και περνιέται στη ζώνη της αρραβωνιασμένης Κρητικοπούλας.
Σφακιανή Φορεσιά
Η Σφακιανή είναι η γιορτινή ή νυφική φορεσιά της περιοχής των Σφακίων και φορέθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Κρήτη. Είναι η φορεσιά με τα παλιότερα στοιχεία απ’ όλους τους τύπους ενδυμασιών π ου παραλάβαμε στις αρχές του 20 ου αιώνα. Αποτελείται από πολύπτυχη φούστα σε χρώμα βυσινί ή καφέ συνήθως. Στο κάτω μέρος έχει φάσα από δυο φαρδιά χρυσαφένια σιρίτια. Το πουκάμισο της φορεσιάς είναι λευκό υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό και στις άκρες των μανικιών μπορεί να έχει πλούσια κεντήματα ή προσραπτόμενη δαντέλα. Πάνω απ’ το πουκάμισο μπαίνει το μεσάτο μεϊτάνι, του οποίου τα μανίκια μπορεί να είναι αποσπώμενα. Το μεϊτάνι είναι χρώματος μαύρου, καφέ ή βυσσινί, φτιαγμένο από τσόχα ή βελούδινο ύφασμα καλής ποιότητας. Είναι χρυσοκέντητο και μπροστά έχει άνοιγμα σε σχήμα V και κλείνει στο κάτω μέρος του σε ένα σημείο. Το μαντήλι μπορεί να έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί και να δένεται στο κεφάλι ή άσπρο ριχτό. Στη στολή μπορεί να προστεθεί και υφαντή λευκή ποδιά, διακοσμημένη με πλούσια κεντήματα.